-
1 παραπέτασμα
A that which is spread before a thing, hanging, curtain,παραπετάσματα ποικίλα Hdt.9.82
;π. Μηδικά Ar.Ra. 938
;τὸ π. τὸ Κύπριον Id.Fr. 611
;π. λιτόν IG12.330.6
: metaph., screen, cover, , cf. D.45.19 ;τὰ χρήματα.. π. τοῦ βίου Alex.340
( = Antiph.327) ;εἶχεν δὲ π. τὴν ἐρημίαν Men.406.4
.II pl., mantlets, Agath.3.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραπέτασμα
См. также в других словарях:
διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… … Dictionary of Greek
θυσιαστήριο — Η τράπεζα ή ο βωμός (βλ. λ.) για την τέλεση της θυσίας στην αρχαία λατρεία. Στη χριστιανική λατρεία, θ. ονομάζεται η Αγία Τράπεζα στη μέση του Άγιου Βήματος, όπου τελείται η αναίμακτη θυσία. Στα πρώτα χριστιανικά χρόνια τα θ. ήταν κατασκευασμένα… … Dictionary of Greek
μπροκάρ — Μεταξωτό ύφασμα, καλλιτεχνικά δουλεμένο με μεταξωτές, χρυσές και ασημένιες κλωστές, συνδυασμένες έτσι ώστε να σχηματίζουν ανάγλυφα διακοσμητικά σχέδια. Η κατασκευή του μ. φαίνεται πως άρχισε στην Κίνα, διαδόθηκε από εκεί στην Περσία, στη Συρία… … Dictionary of Greek